μώλος

μώλος
Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 45 μ., 3.203 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λοκρίδας του νομού Φθιώτιδας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 139 κάτ.) της Κέρκυρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λευκιμμαίων του νομού Κερκύρας.
* * *
(I)
ο (Μ μῶλος)
ο μόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μῶλος, αντί μόλος που θεωρείται επικρατέστερος (< ιταλ. mōlo), αποτελεί απόδοση τού μακρού λατ. -ō- στον τ. mōles, -is «όγκος, προκυμαία» με -ω-].
————————
(II)
μῶλος, ὁ (Α)
1. ο κόπος και ο μόχθος τού πολέμου («εὐχόμενος θάνατόν τε φυγεῑν καὶ μῶλον Ἄρηος», Ομ. Ιλ.)
2. (μόνο μία φορά στην Οδύσσεια) αγώνας, μονομαχία («ξείνου καὶ Ἴρου μῶλος», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται με το λατ. mōlēs «βάρος, μόχθος» (πρβλ. μῶλος Ἄρηος και λατ. mōles Μartis ή mōles pugnae «αγώνας ή μόχθος τού πολέμου»), με το μόλις «με κόπο», καθώς και με λιθουαν. prisimuoleti «κοπιάζω, μοχθώ». Είναι πιθανό όλοι αυτοί οι τ. να συνδέονται με γερμ. και σλαβικές λ. (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. muoan «πιέζω, ενοχλώ», απ' όπου το γερμ. mude «κουρασμένος», ρωσ. maju, -atĭ «κουράζω, εξαντλώ»). Η λ. χρησιμοποιείται ήδη στον Όμηρο για να δηλώσει τη μάχη, τη συμπλοκή. Στην αρχ. κρητική διάλεκτο απαντούν σύνθετες και παράγωγες λ. τού τ. μῶλος ως δικανικοί όροι (πρβλ. ἀντί-μωλος «αντίδικος», μωλῶ, -έω «δικάζω»). Πρόκειται για χρήση που απηχεί το παλαιότερο στρατιωτικό πνεύμα (πρβλ. και τους δικανικούς όρους: διώκω, φεύγω). Η λ., τέλος, δεν αποκλείεται να συνδέεται με την ονομασία Μώλεια (τά), όνομα αρκαδικής εορτής, η οποία τελούνταν σε ανάμνηση τής μάχης τού Λυκούργου με τον Ερευθαλίωνα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Μῶλος — toil and moil masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μῶλος — toil and moil masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μώλος — Sp Mòlas Ap Μώλος/Molos L R Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Μῶλον — Μῶλος toil and moil masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μῶλον — μῶλος toil and moil masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μώλου — Μῶλος toil and moil masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μώλους — Μῶλος toil and moil masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μώλῳ — Μῶλος toil and moil masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Molos — Μώλος Location …   Wikipedia

  • μώλυς — μῶλυς, υ, γεν. υος (Α) 1. εξαντλημένος, ασθενής, βραδύς, νωχελής, νωθρός 2. μτφ. αδύνατος ως προς τον νου, ανόητος 3. φρ. «μῶλυς ῥίζα» μώλυ * 4. (κατά τον Ησύχ.) «μῶλυς ὁ ἀμαθής μωλύτερον ἀμβλύτερον». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για υποχωρητικό παρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”